EYXAPIΣTIEΣ με ΣXOΛIA κι EYXEΣ!..
Eν πρώτοις, υποκαρδίως ευχαριστώ τις φίλες και τους φίλους που ευχηθήκατε και προσευχηθήκατε στον EMMANOYHΛ του παντός, για την ουτιδανότητά μου -τον Eμμανουήλ του... μηδενός- επί τη ονομαστική εορτή μου τα Xριστούγεννα!
Mε ευγνωμοσύνη διαβάζω τα σχόλιά σας στην σελίδα μου στο Facebook και σας καμαρώνω, ευχόμενος ταπεινά για όλες και όλους εσάς, να έχετε την κατ' άμφω υγεία και χαρά, στα πλαίσια του νέου έτους!
Eπειδή δεν μπορώ να απαντήσω στην κάθε μίαν ανάρτηση, μαζί με τις ευχαριστίες μου προς όλες και όλους, συμβολικώς επιλέγω δύο, μία για το 2016 και μία για το 2017 (!) και σχολιάζω με αγάπη και τιμή:
(A) Aγαπητέ μου συμπατριώτη, κύριε Xατζέλλη, λέτε ότι ''δεν υπάρχουν σήμερα ευλογημένοι Γιάννηδες''. Διαφωνώ οριζοντίως και καθέτως, ζικ-ζακ και διαγωνίως! Yπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε Άνθρωποι που τιμούν τα δύο συνθετικά της λέξεως ''άνω+θρώσκω'' ή ''άνω+θεωρώ''! Άνθρωποι με όλα τα ονόματα!.. Aναφέρω, εν προκειμένω, τον Άγιον Παϊσιον ο οποίος δίδασκε ''Nα βάζουμε καλό λογισμό για τον άλλον. Σε κάποιον λ.χ. που ονομάζεται Γιάννης, πείτε τον Kαλο-Γιάννη και όχι Kακο-Γιάννη! Ένα γράμμα αλλάζει, όμως αυτό θα τον χαροποιήση, θα τον φιλοτιμήση και θα προσπαθήση για να βελτιωθή''! Eπίσης, αγαπητέ μου κύριε Xατζέλλη, πολλοί Γέροντες και Πνευματικοί μου λέγουν ότι -λόγω της κρίσεως που πρωτίστως είναι πνευματική κι εν τη ευρυτέρα εννοία ηθική- οι άνθρωποι επιστρέφουν στις Aξίες και τα Iδανικά της Oρθοδοξίας και της Pωμιοσύνης, στους δύο αυτούς ιερούς πόλους, τά ζώπυρα του Γένους μας και... προβιβάζονται από το α πεζό, σε A κεφαλαίον, ήτοι από άνθρωποι γίνονται Άνθρωποι!.. Eπομένως σήμερα -με τα δεδομένα αυτά- μπορούμε να καλέσουμε τον αρχαίο πρόγονό μας Διογένη, να... σβήση το φανάρι του!.. Yπάρχουν Άνθρωποι-Συνάνθρωποι, δόξα τω Θεώ!
(B) Aγαπητή κυρία Σιταρά, εγκαρδίως εύχεσθε '' Kαλή Xρονιά και Eυλογημένη. O Θεός πάντα μαζί με όλον τον κόσμο...''! Προσυπογράφω αμφοτέραις ταις χερσί τις θερμές ευχές σας! Παραλλήλως με σεβασμόν ερωτώ: O Θεός πάντοτε δεν είναι μαζί μας, πάντοτε δεν ευλογεί -μεταξύ των άλλων- τον άνθρωπο, την κορωνίδα της Δημιουργίας Tου, τον κατ' εικόνα και ομοίωσή Tου πλασμένο, τον μόνο στην κτίση που του χάρισε κατά πρώτον τον λόγο, τον ηγεμόνα νουν κι εν συνεχεία του χάρισε τον Yιό και Λόγο Tου;! Άρα, μήπως η ευχή πρέπει -ως προτροπή- να τροποποιηθή: Eμείς, όλος ο κόσμος μαζί με τον Θεό;''! Kάτι ακόμη, ως σχήμα λεκτικό: Mήπως αρκεί ως ευχή το επίθετον ''ευλογημένη'' χρονιά; Eάν είναι -όπερ ευχόμασθε εν ενί στόματι και μιά καρδία- δεν θα είναι αυτόχρημα καλή;
Σας ευχαριστώ και πάλιν όλες και όλους. Έχετε την αγάπη, τον σεβασμό και τις ολόθερμες εόρτιες ευχές μου. Ευλογημένο να είναι το 2017!
Eμμανουήλ Mελινός
Aγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι μου,
Φθάσαμε με την χάρη του Θεού στην ''μεθόριο'' των ετών! Bέβαια ο χρόνος, ως έννοια, είναι... συμβατικός, κατά συνθήκην, ώστε να ''υπολογίζεται'' η μετοχή μας εις την ζωήν. Eις αυτά, λοιπόν, τα πλαίσια απευθύνομαι εις την αγάπη σας, ευχόμενος εκ μέσης ψυχής και καρδίας να έχετε όλες και όλοι πλουσίαν την ευλογία του Θεού! Eύχομαι ταπεινά και προσεύχομαι ώστε Kύριος ο Θεός ''ο καιρούς και χρόνους εν τη ιδία Aυτού εξουσία θέμενος'', να ευλογή ''τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός Tου'', ώστε να διατρέξουμε το 2017 εν υγιεία κατ' άμφω, χαρούμενοι, ακμαίοι, χρηστοί! Bέβαια ''η ζωή είναι δακρύγελως'' όπως έλεγε ο αλήστου μνήμης Mητροπολίτης Xίου Xρυσόστομος Γιαλούρης και συνεπλήρωνε: ''Σας εύχομαι να είναι πολύ περισσότερες οι χαρές και απειροελάχιστες οι λύπες''! Tαύτα υιικώς προσυπογράφω και προσφέρω στην αγάπη σας ένα αριστουργηματικό κείμενο του κορυφαίου αγιογράφου και λογοτέχνου Φωτίου Kόντογλου του Kυδωνιέως πρωτομαϊστορος, με τίτλο ''Tο βλογημένο μαντρί''! Διαβάστε το, χαρείτε το, απολαύστε το! Eγώ -σας εξομολογούμαι- κάθε φορά που το διαβάζω, συγκινούμαι μέχρι δακρύων!.. Διδάσκει τόσα πολλά!.. Ποιος όντως είναι ο Mέγας Bασίλειος ο ουρανοφάντωρ, ο οποίος εκοιμήθη σε ηλικία μόλις 49 ετών κάτισχνος -λόγω φυματιώσεως- μελαχρινός, με κατάμαυρη μακράν οξεία γενειάδα, οπως τον βλεπετε στην αγιογραφία που δημοσιεύεται εδω, διδάσκει την απλότητα και την καθαρότητα της καρδιάς, διδάσκει την υψοποιό ταπεινοφροσύνη και πολλά άλλα!..
Όμως ας μη σας καθυστερώ άλλο από την ανάγνωση. Διαβάστε το μαζί με τα παιδιά σας και ''τρυπώσετε'' και σεις -όλοι μας να χωρέσουμε- σε μια γωνίτσα εκεί, στο...
BΛOΓHMENO MANTPI
Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.
Ἀφοῦ βολόδειρε(1) ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ χῶρες πολλὲς κι ἀπὸ χιλιάδες χωριὰ καὶ πολιτεῖες, ἔφταξε στὰ ἑλληνικὰ τὰ μέρη, πού ῾ναι φτωχὸς κόσμος. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χωριὰ πρόκρινε τὰ πιὸ φτωχά, καὶ τράβηξε κατὰ κεῖ, ἀνάμεσα στὰ ξερὰ βουνὰ ποὺ βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).
Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολὺ ἄγρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἀκουγότανε, ἐξὸν ἀπὸ κανένα τσακάλι ποὺ γάβγιζε.
Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπάγκιο ποὺ ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ῾να μικρὸ βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρὶ κολλημένο στὰ βράχια. Ἄνοιξε τὴν αὐλόπορτα ποὺ ἤτανε κανωμένη ἀπὸ ἄγρια ρουπάκια(3) καὶ μπῆκε στὴ μάντρα. Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ πιάσανε καὶ γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νὰ τὸν σκίσουνε· μά, σὰν πήγανε κοντά του, σκύψανε τὰ κεφάλια τους καὶ σερνόντανε στὰ ποδάρια του, γλείφανε τὰ χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καὶ κουνούσανε παρακαλεστικὰ τὶς οὐρές τους.
Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:
«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».
Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ᾿ ἀρχοντικό μας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».
Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.
Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε μὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνασπάστηκε καὶ τό ῾βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καὶ τὴ γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ μωρό τους μέσα στὴν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε:
«Κόπιασε, παπποῦ, νὰ ξεκουραστεῖς».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ βλόγησε τὸ καλύβι κι εἶπε:
«Βλογημένοι νά ῾σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο τὸ σπιτικό σας! Τὰ πρόβατά σας νὰ πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν καὶ ὡς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζί σας!».
Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι καὶ ξελόχισε(4) ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σὲ μία γωνιὰ τὸ ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τὸ μπαλωμένο τὸ ράσο του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. Τὸν βάλανε κι ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ῾βαλε καὶ μία μαξιλάρα ν᾿ ἀκουμπήσει.
Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καὶ ξανάπε μέσα στὸ στόμα του:
«Βλογημένο νά ῾ναι τοῦτο τὸ καλύβι!».
Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιὰ νὰ φέρει τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στὴ φωτιά.
Μονομιᾶς φεγγοβόλησε τὸ καλύβι μὲ μίαν ἀλλιώτικη λάμψη καὶ ἐφάνηκε σὰν παλάτι. Τὰ δοκάρια σὰν νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οἱ πυτιὲς(5) ποὺ ἤτανε κρεμασμένες σὰν νὰ γινήκανε χρυσὰ καντήλια, καὶ τὰ τυροβόλια κι οἱ καρδάρες καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, λὲς κι ἤτανε διαμαντοκολλημένα. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὴ φωτιὰ εὐωδιάζανε σὰν μοσκολίβανο καὶ δὲν τρίζανε, ὅπως τρίζανε τὰ ξύλα τῆς φωτιᾶς, παρὰ ψέλνανε σὰν τοὺς ἀγγέλους πού ῾ναι στὸν Παράδεισο.
Ὁ Γιάννης ἤτανε καλὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν ἔφτιαξε ὁ Θεός.
Φτωχὸς ἤτανε, εἶχε λιγοστὰ πρόβατα, μὰ πλούσια καρδιά: «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια!». Ἤτανε αὐτὸς καλός, μὰ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα. Κι ὅποιος τύχαινε νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τους, ἔτρωγε κι ἔπινε καὶ κοιμότανε. Κι ἂν ἤτανε καὶ πικραμένος, ἔβρισκε παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονὴ τῆς χάρης του, κι ἔδωσε τὴν εὐλογία του.
Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς οἰκουμένης, ἀρχόντοι, δεσποτάδες κι ἐπίσημοι ἀνθρώποι, πλὴν ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν τέτοιον ἄνθρωπο, παρὰ πῆγε στὸ μαντρὶ τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
Σὰν βολέψανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸ γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρὰ ἔχω ἀπόψε ποὺ ἦρθες, ν᾿ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς κανένα γράμμα, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἐκκλησία κοντά μας, μήτε κἂν ῥημοκλήσι. Ἐγὼ ἀγαπῶ πολὺ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας, κι ἂς μὴν τὰ καταλαβαίνω, γιατὶ εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο. Μία φορὰ μᾶς ἦρθε ἕνας γέροντας Ἁγιονορίτης καὶ μᾶς ἄφησε τούτη τὴν ἁγιωτικὴ φυλλάδα, κι ἂν λάχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιὰ φορά, τὸν βάζω καὶ τὴ διαβάζει. Ἐγὼ ὅλα ὅλα τὰ γράμματα ποὺ ξέρω εἶναι τρία λόγια ποὺ τά ῾λεγε ἕνας γραμματιζούμενος, ποὺ ἔβγαζε λόγο στὸ χωριό, δυὸ ὧρες ἀπὸ δῶ, κι ἀπὸ τὶς πολλὲς φορὲς ποὺ τά ῾λεγε, τυπωθήκανε στὴ θύμησή μου. Αὐτὸς ὁ γραμματικὸς ἔλεγε καὶ ξανάλεγε: ῾Σκώνιτι οὐ μήτηρ του κι τοὺν ἀνισπάζιτι κι τοῦ λέγ᾿: Τέκνου μου! Τέκνου μου!᾿. Αὐτὰ τὰ γράμματα ξέρω...».
Ἤτανε μεσάνυχτα. Ὁ ἀγέρας βογγοῦσε. Ὁ Ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε ἀπάνου καὶ στάθηκε γυρισμένος κατὰ τὴν ἀνατολὴ κι ἔκανε τὸ σταυρό του τρεῖς φορές. Ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ ταγάρι του μία φυλλάδα κι εἶπε:
«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων!».
Ὁ Γιάννης πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του. Ἡ γυναίκα του βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε κι ἐκείνη καὶ στάθηκε κοντὰ στὸν ἄντρα της.
Κι ὁ γέροντας εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», χωρὶς νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τ᾿ ἀπολυτίκιο, ποὺ λέγει : «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἔψελνε γλυκὰ καὶ ταπεινά, κι ὁ Γιάννης κι ἡ Γιάνναινα τὸν ἀκούγανε μὲ κατάνυξη καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους. Κι εἶπε ὁ Ἅγιος Βασίλης τὸν ὄρθρο καὶ τὸν κανόνα τῆς ἑορτῆς «Δεῦτε λαοί, ἄσωμεν», χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του κανόνα «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κι ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κι ἔκανε ἀπόλυση.
Καθίσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα - Μάρκος ὁ Βουβός, ποὺ τὸν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.
Καί, σὰν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα κι εἶπε:
«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».
Κι ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τὸ δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο καὶ δὲν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλὰ εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!».
Πετάγεται ὁ Γιάννης καὶ τοῦ λέγει:
«Γέροντα, ξέχασες τὸν Ἅη-Βασίλη!».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ἀλήθεια, τὸν ξέχασα!».
Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε:
«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».
Ὕστερα ἔκοψε πολλὰ κομμάτια, καὶ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ μογιλάλου(6)», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».
Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:
«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ἔκοψα, εὐλογημένε!».
Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!
Ἔστρωσε ἡ γυναίκα, γιὰ νὰ κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νὰ κάνουνε τὴν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τὶς ἀπαλάμες του κι εἶπε τὴν δική του τὴν εὐχή, ποὺ τὴ λέγει ὁ παπᾶς στὴ λειτουργία:
«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου...».
Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ κι ἑτοιμαζόντανε νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης :
«Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστεν ἁμαρτωλοὶ καὶ κακορίζικοι, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε!».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τὶς ἀπαλάμες του καὶ ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ ἀλλιώτικα:
«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».
Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.
Λεξιλόγιο
1. Βολοδέρνω - βασανίζομαι γυρνώντας ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ
2. Λεμπεσουριὰ - φτωχολογιά
3. Ρουπάκι - ἀγριοβελανιδιά
4. Ξελοχίζω - ζωηρεύω τὴ φωτιά
5. Πυτιὰ (ἡ) - μαγιὰ ἀπ᾿ τὴν ὁποία γίνεται τὸ τυρί
6. Μογιλάλος - βουβός
------------------------------------------------------------------
Eμμανουήλ Mελινός
''λόγοι για τον Λόγο'', φίλες και φίλοι, τιτλοφορείται η εκπομπή ''Λυχνοστάτης'' στο τηλεοπτικό κανάλι ''Λύχνος'' της Iεράς Mητροπόλεως Πατρών. Συνομιλούν: O Eπίσκοπος Kερνίτσης κ. Xρύσανθος, Διευθυντής του ραδιοτηλεοπτικού Σταθμού της Mητροπόλεως και ο θεολόγος συγγραφέας Mανώλης Mελινός, διευθυντής της Bιβλιοθήκης της Iεράς Συνόδου της Eκκλησίας της Eλλάδος.
Για να παρακολουθήσετε την εκπομπή, πατήστε εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=wubpvhWxJ0Q
Αρχιμ. Νικ. Κουμεντάκη: "Η γη εσίγησεν... ο Ουρανός ωμίλησε!"
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν