OΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΑΠΟ 8 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012

«Ὑπέρ τήν νύκτα»

Μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ θαύματος θά ζήσουμε μ’ ἔξαρση τήν ἐθνικήν ἡμέρα. Ἀνάταση ψυχῶν, ἐθνική μυσταγωγία. Μέρα καί μνήμη παιδαγωγική. Ἡ σκέψη πετᾶ σέ τύμβους καί τρόπαια, ἐκεῖ ὅπου τοῦ νοῦ τά φτερουγίσματα καί τῆς καρδιᾶς οἱ παλμοί ἀποτέλεσαν μίαν ἁρμονική συνήχηση ἐθνικῆς μουσικῆς συμφωνίας. Αὐτή ἡ συμφωνία περιέχει τό ἦθος τοῦ 1821, τό βαθύτερο νόημα καί μήνυμα τῶν πράξεων. Τέτοιες πράξεις στόν λόγο καί τήν καίρια στιγμή, πού ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζεται μέ τό ὑπέρτερο χρέος εὐθύνης, ἀποτελοῦν πνευματικά σήματα. Μέ τόν τρόπον αὐτόν, νικώντας τήν τυφλήν «ἀναγκαιό­τητα» τῆς ζωῆς, ἀνυψώνεται στήν πραγματικήν ἐλευθερία πού δέν εἶναι ἡ μονόπλευρη, ἀλλά ἡ πνευματική ἐλευθερία στήν ζωή καί στόν θάνατον.

Αὐτή ἡ χειροπιαστή πραγματικότης εἶναι πού δέν ἀφήνει νά χαθεῖ στήν ποντοπορία τῶν αἰώνων, τό σκάφος τῆς Ἑλλάδος. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ζητήσουμε τόν χρησμό τῶν Δελφῶν σύροντας τήν Πυθίαν ἀπό τά μαλλιά, ν’ ἀντικρύσουμε «παγάν οὐ λαλέουσαν». Μᾶς τό χρησμολογοῦν οἱ ἀμέτρητες σελίδες τῆς Ἱστορίας μας –τόσον οἱ φωτεινές, ὅσο καί οἱ ἀνήλιαγες– σάν αὐτή τήν πιό σκοτεινή, πού γράφτηκε πρίν μισή καί πλέον χιλιετία. Ἡ ἡμερολογιακή ἀνατολή της, τοῦ Βυζαντίου τό ἡλιοβασίλεμα. Τήν ἡμέρα ἐκείνου τοῦ Μαΐου, ἀρχίζει ἡ νύκτα γιά τόν Ἑλληνισμόν.

Ἡ βυζαντινή αὐτοκρατορία, κληρονόμος τοῦ ἐκτυφλωτικοῦ πολιτισμοῦ τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδος, ἔχει καταλυθεῖ. Μέ τήν ἅλωσιν, ἡ νύκτα τύλιξε στίς γάζες της τίς λεύτερες καρδιές. Τό ἔθνος ἐξαντλημένο κι αἱμόφυρτο, μέ τό δρᾶμα του στά τρίσβαθα, μέ τό δάκρυ πιό καυτό, ἀλλά καί μέ τήν κρυφήν ἐλπίδα, καταφεύγει στούς στοργικούς κόλπους της Ἐκκλησίας πού ὁ σκλάβος Μάνα του τήν ὀνόμασε. Ἄς φιλοξενήσουμε στήν μνήμη τά λόγια πού ἀργότερα ὁ μεγαλοπράγμων πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ΄, ἀπηύθυνε στόν ἐπισκέπτη του, Γάλλο δημοσιογράφο Deshamps: «Τί μέ θωρεῖτε, κύριε; Δέν βλέπετε, ἴσως, τό λευκό ἔνδυμα τοῦ ποντίφηκος. Μά τό προνόμιο τοῦ μαύρου ράσου, τό κατέχω μόνον ἐγώ! Φέρω τό πένθος τοῦ Γένους μου...».

Ἀνάμεσα στήν στεριανή φουστανέλα καί στήν θαλασσόβρεχτη βράκα, ὑψώνεται αἰώνιο ἐθνικό σύμβολο τό ράσο! Μέσα στίς πτυχώσεις του μέ στοργήν, ἡρωισμό καί αὐτοθυσίαν, ἔκρυβε ἡ Ἐκκλησία τήν ψυχή τοῦ Γένους. Μέ πολλούς τρόπους διετήρησε τήν σπίθα κρυμμένη στήν στάχτη «ὡς κατά πᾶσαν ἀλήθειαν ἑλληνοσώτειρα» κατά τόν Ζαμπέλιον. Ὁ Βρεττανός βυζαντινολόγος Ράνσιμαν ἀναφέρει σχετικῶς: «Ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν ἡ δύναμη πού διετήρησε τόν Ἑλληνισμό, κατά τήν διάρκεια τῶν σκοτεινῶν ἐκείνων αἰώνων...». Ἄγγιξε τίς πιό εὐαίσθητες μυστικές χορδές τοῦ ὑποδούλου, τίς ἔκανε ν’ ἀναδίδουν μελωδίες τρυφερές γιά τήν ἀλυσοδεμένη πατρίδα. Ὅλα τά στελέχη τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐδίστασαν νά γίνουν ὁλοκαυτώματα, σχίζοντας ἔτσι τή νύκτα, ξανά καί ξανά. Ὁ Pouqueville ὑπολογίζει ὅτι οἱ κληρικοί πού μαρτύρησαν ἐκείνη τήν ἐποχή, ξεπέρασαν τίς 6.000! Συγκεκριμένως κατά τήν περίοδο τῆς μακρᾶς αὐτῆς νύκτας, «11 πατριάρχαι, 100 ἄλλοι ἀρχιερεῖς καί περίπου 6.000 λοιποί κληρικοί πότισαν μέ τό αἷμα τους τό δένδρο τῆς ἐλευθερίας».

Ὁλόγυρα σκοτάδι, ἀπελπισία. Γεννιές γεννιόνταν μέ τό ὅραμα τῆς λευτεριᾶς, μέ τ’ ὅραμα τῆς ἀνατολῆς καί πέθαιναν μέ τίς ἀλυσίδες στά χέρια. Τά μάρμαρα πάνω στά ὁποῖα ἔχυσαν τό χρυσάφι τους οἱ δόξες τῆς Ἱστορίας, ἡ θάλασσα πού λίκνισε τίς τριήρεις τῶν Ἀθηναίων, τούς δρόμωνες καί τά χελάνδια τῶν Βυζαντινῶν, τά βουνά ὅπου ἀναπαύθηκαν οἱ μυθικοί θεοί καί οἱ δρόμοι ἀπ’ ὅπου πέρασαν λιτανεῖες πάμφωτες, ὁλόκληρη ἡ ἑλληνική γῆ μέ τίς παραδόσεις καί τίς ἀναμνήσεις της καί τά μύρα της καί τούς νεκρούς της, στέναζε καί τά χρόνια πάνω στά χρόνια φτάνουν νά γίνουν 400. Μή συμβεῖ ὅμως ποτέ –ἄν ἀναφέραμε τούς αἰῶνες τῆς αἰχμαλωσίας, τήν ἔνδοξη ἀδοξία τῆς φυλῆς, τήν ἀπέραντη αὐτή νύκτα– νά ρίξουμε ὄνειδος, βέλη κακολογίας στίς γενιές αὐτῶν τῶν αἰώνων. Γιατί ἄν κι ἔζησαν χωρίς φῶτα μεγαλείου, δέν ἔζησαν ὅμως καί χωρίς τιμή. Ἡ τιμή τους εἶναι ὅτι φύλαξαν πίστη στήν ἁγιωτάτη Ἐκκλησία μας, τήν προσορμίζουσα στήν αἰωνιότητα, τήν στολισμένη ἀπό τήν πορφύρα τοῦ αἵματος τόσων ἁγίων καί μαρτύρων, τήν γεννήτρα τοῦ πολιτισμοῦ.

Σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἀπέραντης αὐτῆς νύκτας, ἡ Ἑλλάς πονοῦσε καί ποθοῦσε. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν γεμάτη μπαρούτι· Πρόσμενε μοναχά τό προσάναμμα. Ὁ στεναγμός τοῦ κάθε σκλαβωμένου, δέν ἦταν ἐπιθανάτιος ρόγχος. Ἦταν βοή ἡφαιστείου πού ἑτοιμάζει τήν λάβα του. Καρτεροῦσε ὁ Ρωμιός στοχαστικά τήν ἡμέρα πού θά ξεδιπλωνόταν τό φλάμπουρο τῆς λευτεριᾶς νά τόν σκεπάσει καί τό φλάμπουρο ξεδιπλώθηκε: Τό ράσο ἦταν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου· Σύνθημα, τό σκοινί του...

Οἱ Ἕλληνες ἀνασύροντας θαυμαστές καταβολές μέσ’ ἀπό ἀνεξάντλητα μεταφυσικά βάθη, τίς ἔκαναν αἴσθηση καί πράξη κι ἔπεσαν γιά νά σταθεῖ ὄρθια ἡ Ἑλλάς.

Σήμερα ἡ σκέψη μας σέ μίαν ἱεράν ἀναδρομή, τελεῖ στό ἅγιον βῆμα τῆς ψυχῆς, τήν ἀναβάπτισή της στό πνεῦμα πού ἐνέπνευσε κι ἐμψύχωσε τήν γενιά τοῦ 1821. Στό πνεῦμα πού ἡ σκληρή σκλαβιά τόσων χρόνων, ἡ ἀπέραντη νύκτα δέν μπόρεσε νά τό ἐξαλείψει, γιατί ἀποδείχθηκε πιό σκληρό καί ἀπό αὐτήν καί ἀπό τόν θάνατο, στό πνεῦμα τῆς δισυπόστατης ἐλευθερίας.

25η Μαρτίου: Μέρα τῶν δύο «Χαῖρε», πρός τήν Παναγία καί πρός τήν Ἐλευθερία. Ὁ Θεός κατεβαίνει στήν γῆ νά γίνει Ἄνθρωπος. Ὁ λαός ἀνεβαίνει στούς Οὐρανούς, μέ τήν καθολική θυσία του στόν βωμό τῆς λευτεριᾶς. Ἐλευθερία τῆς ψυχῆς κι ἐλευθερία τῆς φυλῆς. Δίπτυχο φωτεινό πού περικλείει τό νόημα τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς χρονολογίας καί τήν δεοντολογία τοῦ μέλλοντος τῆς φυλῆς: Πίστη καί Πατρίδα, Ὀρθοδοξία κι Ἑλληνισμός οἱ δύο μεγάλοι πόθοι καί πόλοι τῆς ἐθνικῆς ψυχῆς. Ἡ σύζευξή τους στήν καρδιά τοῦ Ἕλληνος ἀποτελεῖ τήν ἐξήγηση τοῦ μεγάλου θαύματος.

Μέ σεβασμόν ὑποκλινόμαστε στήν μνήμη τοῦ 1821. Εἶναι ἡ χαραυγή. Σχίζει τά σπλάχνα τῆς νύκτας καί προβαίνει. Τό ’21 εἶναι μία καθαρή φωνή πού ὅμως ἔρχεται ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων. Εἶναι μία συνταρακτική δήλωση παρουσίας, μία παράτολμη δήλωση, γιατί κατόρθωσε νά σφηνωθεῖ ἀνάμεσα σέ μία χαμένη καί σέ μιάν ἐνδεχόμενη εὐκαιρίαν. Αὐτό πού πολλοί ἔκριναν τότε μειονέκτημά του, αὐτό ὑπῆρξε ἡ ἀρετή του ἡ μέγιστη. Γιά τοῦτο καί ἡ μοῦσα ἡρωική, ὄχι πεισιθάνατη καί ἀπολοφυρόμενη, ἰαχή μάχης, ἐγερτήριο σάλπισμα, τό σκέπασε μέ τά ὁρμητικά φτερά της. Ἔτσι τό 1821 ἦλθε σάν μέθη. Ἔχει ὅλα τά γνωρίσματα τῆς ποιητικῆς δημιουργίας. Εἶναι σχεδόν αὐτοσχέδιον. Ὅλοι οἱ ὑπολογισμοί, ὅλες οἱ χωροσταθμίσεις, δείχνονται μηδαμινές μπροστά στό οὐσιαστικό καί τό κύριο, πού εἶναι ἡ οἰστρηλατημένη φαντασία, ἡ ἀναφλογισμένη ψυχή.

Τό 1821 ἀντιστρατεύεται τήν κοινή λογικήν. Ὑπακούει ὅμως στόν νόμο μιᾶς ἄλλης λογικῆς, πού εἶναι ὑπέρτερη καί μεστότερη ἀπό τήν ψυχρή λογική τῶν ἐννοιῶν: Στήν λογική τοῦ παράλογου μέ τήν ἔννοια τοῦ ὑπέρλογου, στήν λογική τοῦ εὐλογημένου πάθους. Ὅταν συλλογιέσαι τό πάθος, ἀφυπνίζονται δυνάμεις ἀπό τίς πολυτιμότερες τοῦ ἀνθρώπου καί τό 1821 εἶναι πάθος καί Ἰδέα μαζί.

Τό πάθος ὅμως καθαρμένο ἀπό εὐτελῆ ἐλατήρια πού τελικῶς βρίσκει τήν ὁλοκλήρωσή του στήν θυσία. Τό «λευτεριά ἤ θάνατος» εἶναι ἡ πρώτη ἀκτίνα τῆς ἀνατολῆς. Δέν εἶναι σύνθημα πού πηγάζει ἀπό κρίση πολιτική. Δέν εἶν’ ἔντονη κατάθεση αἵματος στήν διπλωματική τράπεζα, γιά νά διαφυλάξω καί ν’ αὐξήσω τά κεφάλαια μου. Δέν τό διαπραγματευθήκαμε. Δέν εἴπαμε σοῦ δίνω τόσο κιλά αἷμα, τόσες ψυχές, τόσα κομμένα πόδια καί χέρια, γιά νά μοῦ δώσεις ἀνταλλάγματα ἀντάξια μέ τήν προσφορά μου. Εἴπαμε «λευτεριά ἤ θάνατος» καί ὅ,τι θέλει ἄς γίνει κι ἔγινε ἡ ἀνατολή...

Τό 1821 ἀποτελεῖ τόν ἄδυτον ἀστερισμό τῆς ἐθνικῆς πλεύσεως. Εἶναι συμπυκνωτήρ μεγαλείου καί δόξης. Ἐθνικός καί παγκόσμιος βωμός. Τό ἕλληνικόν ἄλφα. Ἡ ἀρχή τοῦ δρόμου. Ὕστερα ὁ ἀγώνας. Μπαρούτι, φωτιά, σφαγές, θρῆνοι, συμφορές, δάκρυα, πόνοι, αἵματα... Κάθε βροντή κι ἕνας θάνατος καβάλα στόν ἀγέρα. Τά γιαταγάνια στομώνουν. ῎Ετσι ζωντανεύουνε οἱ φυλές: Μέ μιά χούφτα μπαρούτι καί λίγα βόλια. Ἕνα σπασμένο γιαταγάνι. Ἕνα καριοφύλι. Μέ μία θέληση ἀδάμαστη, γρανιτένια. Ἀξίζει νά ζοῦν μόνον οἱ λαοί πού ξέρουν νά πεθαίνουν! Παντοῦ στήν ἑλληνική γῆ, κάθε βῆμα καί βωμός ἱερός, κάθε γωνιά καί τάφος ἁγιασμένος:

Ἐδῶ κόκκαλα βλέπεις σπαρμένα·

Ἐκεῖ μέλη χωρίς κεφαλάς.

Ἐμαρτύρησεν ἐδῶ ἡ Ἑλλάς

μέ τά ἐντόσθια κάτω χυμένα.

Τό 1821 βαπτίζει τίς Ἀξίες μέσα στό ἀχνιστό αἷμα του καί μᾶς τίς ξαναδίνει παρθενικές. Εἶναι ἡ μεγάλη μνήμη, ἡ ἀκατάλυτη. Δέν μποροῦμε νά τῆς ἀπιστήσουμε, καθώς βρίσκεται ζωντανή στό αἷμα. Κάθε φορά πού ξανά ’ρχεται πανηγυρικά μπροστά μας, πέρ’ ἀπό τόν πάταγο τῆς ἐπισημότητος, ἀναζητοῦμε στό πρόσωπό της τά πεπρωμένα μας. Μέσα στό λιτό αὐτό ἔπος βρίσκεται ἡ ρίζα τοῦ ἔθνους, τό φύτρο καί ἡ ἐξαίσιά του ἄνθηση. Ἡ βιωματική ἀναπόληση τῆς μεγάλης Ἡμέρας, ἀποτελεῖ μύηση σέ ἀνώτερα πεπρωμένα καί σέ ὑψηλότερους προσανατολισμούς. Μᾶς κατηχεῖ στό πνεῦμα τῆς θυσίας. Μᾶς μεταλαμβάνει τήν ἀκήρατη οὐσία πνεύματος πού ἐκφράζει. Μᾶς φανατίζει στό πάθος τῆς ἐλευθερίας.

Ψαρά, Μεσολόγγι, Ἀρκάδι, Ζάλογγο... Ἔτσι ἀγοράσθηκε ἡ ἑλληνική λευτεριά: Μέ χαλά­σματα καί κόκκαλα καί αἷμα... Ἡ Ἑλλάς μπόρεσε ν’ ἀντιτάξει στήν πολιτική τοῦ Μέττερνιχ τό Μεσολόγγι, πού εἶναι ἡ αὐτοκατάλυση. Ἕνα βῆμα πέρ’ ἀπό τόν θάνατο! Πῶς νά τό πολεμήσεις; Ἀργά ἤ γρήγορα θά τοῦ... ὑποταχθεῖς. Γιατί ἐκεῖ δέν εἰσφέρει ἡ πολιτική. Εἰσφέρει ὁ ἄνθρωπος καί ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ ἀνθρώπου –ὅπως τότε– ὅλα τ’ ἀριστουργήματα τῆς λογικῆς καί τῆς πολιτικῆς τινάζονται στόν ἀέρα. Ὅλα γιά τήν ἐλευθερία. Τό καθῆκον ὑπογράφει τίς προσκλήσεις. Ἡ φωνή του εἶν’ ἐπιβλητική. Τήν δέχεσαι δίχως ὑπολογισμούς. Ἡ περηφάνεια ἀγνοεῖ τήν ἀρίθμηση. Προσκλητήριο λεβεντιᾶς, τό παρόν τοῦ φιλότιμου!

Κληρικοί καί λόγιοι, ἐργάτες τῆς στεριᾶς καί τῆς θάλασσας, ἀρχοντάδες καί βιοπαλαιστές, μέ τό σπαθί τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ τους στό χέρι στρώνουν τό κορμί τους στόν βωμό τῆς λευτεριᾶς. Ὁ Ἕλληνας τοῦ 1821 γράφει μέ τό αἷμα του τό δόγμα τῶν ἐθνοτήτων, πού θά γίνει βάση στό διεθνές δίκαιο. Ὁ ἀγώνας του εἶναι ἀγώνας τῆς ἀνθρωπότητος. Τό νεοελληνικό κράτος, τήν ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς του τήν συντάσσει μέ τό αἷμα τῶν Ἀγωνιστῶν!

Τό ποτάμι αἷμα ἐγίνη

καί κυλάει στήν λαγκαδιά·

Καί τό ἀθῶο τό χόρτο πίνει αἷμα,

ἀντί γιά τήν δροσιά.

Βεβαίως, παραφροσύνη ἡ Ἐπανάσταση, ἄν τήν κρίνουμε μέ τήν λογική. Ἔπρεπε ν’ ἀγνοεῖς τήν ἐπιστήμη τῶν ἀριθμῶν, τῶν ὑπολογισμῶν, γιά νά σηκώσεις τήν σημαία της καί ὅμως, ἡ γενιά τοῦ 1821 τόλμησε! Ἐρήμην τῆς λογικῆς ἡ νίκη. Ἦσαν ὁλομόναχοι οἱ Ἀγωνισταί, δίχως καμμία χρονική προοπτική. Τό μόνο πού ζέσταινε τά στήθη τους, ἦταν ἡ λαχτάρα τῆς λευτεριᾶς πρωτόγονη, τυραννική, καταλυτική. Ἄν τούς κρίνει κανείς μέ τήν σημερινή νοοτροπία, μόνο σάν «κοινωνικούς αὐτόχειρες» μπορεῖ νά τούς θαυμάσει· Αὐτούς πού φώτησαν τή νύκτα· Αὐτούς πού ἐνέπνευσαν τόν Κάλβο νά γράψει:

Μία δύναμις οὐράνιος

εἰς τήν ψυχήν σας δίδει πτερά ἐλαφρά

καί ὑψώνεται λαμπρόν τό μέτωπόν σας

ὑπέρ τήν νύκτα.

Ἡ φράση αὐτή «ὑπέρ τήν νύκτα» –πού ἀποτελεῖ ἐν εἴδει τίτλου τό ἀποτύπωμα τῶν λιτῶν τούτων σκέψεων– εἶναι ἡ καθαρότερη διατύπωση τοῦ περιεχομένου τοῦ 1821. Γιατί τό ’21 ἀποτελεῖ πραγμάτωση ἀρετῆς κι ἡ ἀρετή εἶναι ἡ ἄνοδος «ὑπέρ τήν νύκτα», εἶναι ἡ ἐξόρμηση πρός τούς ὑπερτέρους ἐκείνους χώρους, ὅπου τό πνεῦμα αἰχμαλωτίζει τήν αὐτοσυνείδησή του. Περιοχή τοῦ πνεύματος, εἶναι ἡ περιοχή τῆς ἐλευθερίας.

Ὅλοι συμφωνοῦμε ὅτι ἡ Ἱστορία ἔπρεπε νά μᾶς ἔχει γίνει πείρα. Ὅλοι πάλι συμφωνοῦμε ὅτι δυστυχῶς δέν μᾶς ἔγινε. Ποιός ξέρει; Ἴσως καί τοῦτο νά εἶναι μία ἀπό τίς ὄμορφες «παραφροσύνες», μέ τίς ὁποῖες ὑφάναμε καί τήν δόξα καί τήν συμφορά μας. Ἄν οἱ Ἕλληνες εἶναι μία μικρή φυλή μέ τεράστια Ἱστορία καί ἄν μέσα σ’ αὐτή τήν Ἱστορία ὑπάρχει καί ζεῖ ὅ,τι ὀνομάζεται ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια καί ἀνθρώπινο μεγαλεῖο κι ἄν ἐπί τουλάχιστον τρεῖς χιλιάδες χρόνια ὅλα τά ἔθνη ἐμπνέονται ἀπό τ’ ἀθάνατα παραδείγματα τῆς Ἱστορίας αὐτῆς, εἶναι ἀκριβῶς γιατί δέν ἔχει γραφεῖ μέ τόν διαβήτη τῶν καλῶν λογαριασμῶν, ἀλλά μέ τήν φλόγα τῶν μεγάλων ἐνθουσιασμῶν, μέ τήν ἀσάλευτη πίστη στά ὑψηλότερα ἰδανικά τῆς ἀνθρωπότητος. Κι ἄν κάπου-κάπου ἐξαιτίας τῶν σκοτεινῶν σημείων, ἡ ἀποκαρδίωση κάνει τήν συνείδηση νά γέρνει προδωμένη, πάντα μία ζωηρή φωνή μᾶς ξυπνᾶ κι ἕνα χέρι νευρῶδες μᾶς ἁρπάζει ἀπό τά μαλλιά, ὅμοια ναυαγούς καί μᾶς ἀνεβάζει καί πάλι στό φῶς τῆς ἐλπίδος· Αὐτή εἶναι ἡ φωνή τῆς Ἑλλάδος.

Ὅταν συνέθετα τίς λιτές αὐτές σκέψεις, εἶπα νά μή γράψω ἐγώ καί τόν ἐπίλογο. Σᾶς καλῶ νά πετάξουμε μαζί, μέ τά φτερά τῆς ἱστορικῆς μνήμης κάπου στά 1828, ὅταν πιά ἡ ἀπέραντη νύκτα ἔχει ἐντελῶς ὑποχωρήσει. Νά πετάξουμε σέ κάποια μπαρουτοκαπνισμένη βουνοκορφή, στήν μαύρη ράχη τῶν Ψαρῶν –τό ἱερό αὐτό ξερονήσι, ἄπ’ ὅπου ἔχω τήν τιμή, προνόμιο ἀληθινό, νά ἕλκω τήν καταγωγή– κι ἐκεῖ καί ἀπό ἐκεῖ ὅ,τι δοῦμε καί ὅ,τι ἀκούσουμε, μαζί νά τό καταγράψουμε ὡς κατακλείδα.

Κάποια μέρα, λοιπόν, ὕστερ’ ἀπό ἑπτά χρόνια στό αἷμα πνιγμένα, παύουνε ν’ ἀνάβουν στίς κορυφές τῶν χορταριῶν –στήν ἐλεύθερη πιά Ἑλλάδα τοῦ 19ου αἰῶνος– ἀγριωποί καβαλλάρηδες. Ὁ φόβος παύει νά σκάβει λαγούμια καί νά τρυπώνει τρέχοντας. Τά ὄρνια ἀρχίζουν καί πάλι νά μοιράζονται ἀνενόχλητα στούς αἰθέρες, τίς ψίχες τοῦ μάρτυρος οὐρανοῦ. Σταματᾶ ὁ ξέφρενος καλπασμός τῶν ἀλόγων καί ὁ θανατερός μπάλος τῶν ἀγγέλων τοῦ πολέμου. Καθαρίζει ὁ οὐρανός ἀπό τίς καπνιές τῶν καμένων κοκκάλων καί ξύλων. Λουφάζει ὁ ἀχός τῶν καριοφυλιῶν. Χορτάρι βεβαίως δέν φυτρώνει στήν μαυρισμένη γῆ καί τό αἷμα ξεραίνεται πηχτό στά θυμάρια. Ἡ μπαρουτόκαπνα ὑποχωρεῖ καί ξεχωρίζει ἕνας μοναχικός τύπος, ὁ ἀνώνυμος ποιητής. Παίρνει τό στρατί γιά τήν ψηλότερη κορυφή τοῦ ὁλοκαυτώματος, βυθίζοντας νύχια καί δόντια στό ξεροτρόχαλο μονοπάτι. Βάζει τό χέρι ἀντήλιο καί μονολογεῖ:

Ἦταν ἐδῶ μιά χώρα,

σέ τούτη τήν ράχη·

τοῦ ἥλιου τό φέγγος ἦταν·

Γύρω της, βράχοι.

Ἤτανε μία χώρα

στήν ράχη ἁπλωμένη.

Ρώτησα: Ἐδῶ πεθαίνει;

Κι ἄκουσα: Δέν πεθαίνει!

Μανώλης Μελινός

θεολόγος συγγραφέας

 

Διάλεξις ἐκφωνηθεῖσα –κατ’ ἀνάθεσιν τῆς Ἱ. Συνόδου– εἰς τήν Μεγάλην Αἴθουσα Συνεδριῶν της.